ξεσελώνω

ξεσελώνω
ξεσελώνω, ξεσέλωσα βλ. πίν. 3

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξεσελώνω — 1. βγάζω τη σέλα από το άλογο 2. ρίχνω κάποιον κάτω από τη σέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σελώνω] …   Dictionary of Greek

  • ξεσέλωμα — [ξεσελώνω] η αφαίρεση τής σέλας από το άλογο …   Dictionary of Greek

  • ξεσέλωτος — η, ο [ξεσελώνω] (για άλογο) αυτός που δεν έχει σέλα, που τού έχουν βγάλει τη σέλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”